φιλόμαχος

φιλόμαχος
-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιό-μαχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλόμαχος — loving the fight masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόμαχος ή μαχητής — Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται.… …   Dictionary of Greek

  • φιλόμαχον — φιλόμαχος loving the fight masc/fem acc sg φιλόμαχος loving the fight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομάχοις — φιλόμαχος loving the fight masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομάχους — φιλόμαχος loving the fight masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόμαχοι — φιλόμαχος loving the fight masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριστικός — ή, ό (AM ἐριστικός, ή, όν) [ερίζω] 1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες 2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλομαχώ — έω, Α [φιλόμαχος] 1. αγαπώ τη μάχη, είμαι φιλοπόλεμος 2. μού αρέσουν οι φιλονικίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”